appoint beforehand
Look at other dictionaries:
preordain — I verb appoint beforehand, appoint in advance, decide in advance, decree beforehand, destine, determine beforehand, enact beforehand, establish beforehand, fix beforehand, foredoom, forejudge, foreshadow, preconceive, preconclude, preconsider,… … Law dictionary
προκαθιστάμεθα — προκαθῑστάμεθα , προκαθίστημι appoint beforehand imperf ind mp 1st pl προκαθίστημι appoint beforehand pres ind mp 1st pl προκαθίστημι appoint beforehand imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστάσει — προκαταστά̱σει , προκαθίστημι appoint beforehand aor subj act 3rd sg (epic doric) προκαταστά̱σει , προκαθίστημι appoint beforehand fut ind mid 2nd sg (doric) προκαταστά̱σει , προκαθίστημι appoint beforehand fut ind act 3rd sg (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθεστηκυίας — προκαθεστηκυί̱ᾱς , προκαθίστημι appoint beforehand perf part act fem acc pl προκαθεστηκυί̱ᾱς , προκαθίστημι appoint beforehand perf part act fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθισταμένων — προκαθίστημι appoint beforehand pres part mp fem gen pl προκαθίστημι appoint beforehand pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθιστᾶσιν — προκαθίστημι appoint beforehand pres part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) προκαθίστημι appoint beforehand pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαθίστα — προκαθί̱στᾱ , προκαθίστημι appoint beforehand imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) προκαθίστᾱ , προκαθίστημι appoint beforehand pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστησαμένων — προκαθίστημι appoint beforehand aor part mid fem gen pl προκαθίστημι appoint beforehand aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστησάμενον — προκαθίστημι appoint beforehand aor part mid masc acc sg προκαθίστημι appoint beforehand aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταστάσεις — προκαταστά̱σεις , προκαθίστημι appoint beforehand aor subj act 2nd sg (epic doric) προκαταστά̱σεις , προκαθίστημι appoint beforehand fut ind act 2nd sg (doric) προκατάστασις introduction fem nom/voc pl (attic epic) προκατάστασις introduction fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)