inlibatus
Look at other dictionaries:
ἀκαινοτομήτως — ἀκαινοτόμητος inlibatus adverbial ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαινοτόμητον — ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem acc sg ἀκαινοτόμητος inlibatus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
undiminished — I adjective in full force, indelibatus, inlibatus, intact, integer, not decreased, not lessened, unabated, unallayed, unceasing, uncut, undamaged, undivided, unfaded, unimpaired, unincreased, unlessened, unreduced, unretarded, unsevered,… … Law dictionary
ἀκαινοτομήτου — ἀκαινοτόμητος inlibatus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαινοτόμητα — ἀκαινοτόμητος inlibatus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαινοτόμητος — inlibatus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)